Ετικέτες

20.7.17

Ο ΠΡΟΦΗΤΗΣ ΗΛΙΑΣ

Η ζωή τοῦ προφήτη καί ζηλωτῆ Ἠλία παραλληλίσεται μ᾿ ἐκείνη τοῦ Μωϋσῆ στό θάρρος καί μ᾿ ἐκείνη τοῦ δικαίου Ἐνωχ, πού πέρασε ὁλόσωμος στους οὐρανούς. 


Ὁ Ἠλίας καταγόταν ἀπ᾿ τή Θέσβη, πέραν τοῦ Ἰορδάνου, ἀπ᾿ τήν φυλή τοῦ Ἀαρων. Τήν ὣρα τῆς γέννησής του ὁ Σωβάκ εἲδε λευκοντυμένους ἂνδρες νά τοῦ δίνουν φωτιά νά φάγει καί τόν φώναξαν Ἠλί, πού σημαίνει Θεός. Ὁ πατέρας τοῦ Ἠλία ρωτώντας τούς ἱερεῖς τῶν Ἱεροσολύμων γιά τήν ὀπτασία ἒμαθε, πώς τά λόγια τοῦ παιδιοῦ του θά εἶναι φῶς, ἡ ζωή του εὐάρεστη στόν Κύριο καί θά γίνει κριτής τῶν Ἰσραηλιτῶν. 

Ὁ Ἠλίας ἒζησε τήν ἐποχή τοῦ βασιλιᾶ Ἀχαάβ (9ος π.Χ. αἰώνας) πού εἷχε σύζυγο τήν Ἰεζάβελ. Ὁ βασιλιάς δέν πίστευε στόν ἀληθινό Θεό τῶν Ἰουδαίων κι ἡ βασίλισσα ἒκτισε εἰδωλολατρικό ναό τοῦ φοινικικού θεοῦ Βάαλ. Ὁ προφήτης βλέποντας τήν κατάσταση αὐτή μέ τήν προσευχή του ἒκλεισε τόν οὐρανό καί δέν ἒβρεχε γιά τρία χρόνια καί ἓξι μήνες, γιά νά τιμωρήσει τόν Ἀχαάβ πού ἐπέμενε στην ἀπιστία του. Μέ τήν ἐντολή τοῦ Θεοῦ πῆγε στόν χείμαρο Χαράθ, ὃπου εἷχε νερό κι οἱ κόρακες τοῦ φέρνανε καθημερινά ψωμί καί κρέας. 


Σάν στείρευσε τό ποτάμι, πῆγε στήν πόλη Σερεπτά, μέ θεία ἐντολή, κοντά σέ μία χήρα πού τόν φιλοξένησε. Αὐτή εἷχε μόνο λίγο ἀλεύρι καί λάδι. Ἒδωσε καί στον Ἠλία ἀπ᾿ τό ψωμί πού ζύμωσε, ἀφοῦ ἢτανε φιλοξενούμενός της. Τότε ἐκεῖνος πλήθυνε τά τρόφιμα τῆς χήρας, πού δέν τά στερήθηκε μἐχρι πού σταμάτησε ἡ ξηρασία. Ὁ γιός τῆς χήρας ἀρρώστησε ξαφνικά καί πέθανε. Ὁ προφήτης τότε ἀπευθύνθηκε στό Θεό μέ θερμή προσευχή καί φυσώντας τον τρεῖς φορές, τόν ἐπανέφερε στή ζωή


Σάν πέρασε τό διάστημα τῆς ἀνομβρίας ὁ Θεός διέταξε τόν Ἠλία νά παρουσιαστεῖ στόν Ἀχαάβ, γιατί σκόπευε νά στείλει βροχές. Στόν δρόμο του συνάντησε τόν οἰκονόμο τοῦ βασιλιᾶ, Ἀβδιοῦ, πού τόν πρότρεπε ν᾿ ἀποφύγει τή συνάντηση, γιατί ὁ βασιλιάς θα τόν φόνευε. Ἐκεῖνος εἷπε, πώς δέν φοβότανε, γιατί εἷχε τήν προστασία τοῦ Θεοῦ. Ὃταν εἶδε ὁ βασιλιάς τόν προφήτη ἐξαγριώθηκε λέγοντάς του, πώς διαστρέφει τό λαό. Αὐτός τοῦ ἀπάντησε ἀποστομωτικά πώς αὐτός καί οἱ αὐλικοί του εἶναι πού ἐξαπατοῦν τό λαό, ἀποφεύγοντας τόν ἀληθινό Θεό καί λατρεύοντας τόν Βαάλ. Παρακάλεσε τότε τόν βασιλιά νά μαζεύσει τούς ἱερεῖς του στό ὃρος Καρμήλιο, ὃπου θά βρισκότανε κι αὐτός, κι ἐκεῖ θά φανερωνότανε ποιός ἦταν ὁ ἀληθινός Θεός. Ἐκεῖ, λοιπόν, ψηλά στό ὂρος μαζεύθηκαν πλῆθος κόσμου και 1.200 ἱερεῖς τοῦ Βαάλ. 


Ὁ προφήτης ἀνέφερε στόν βασιλιά το σχέδιο πού συνέλαβε. Θά ἒφερνε δύο βόδια, θά τά σφάζανε καί θά τά βάζανε σέ ξεχωριστούς βωμούς, γιά νά καοῦν μόνο μέ τήν προσευχή, χωρίς φωτιά. Ὁ καθένας θά ἐπικαλεῖτο τό δικό του Θεό νά στείλει φωτιά ἀπ᾿ τόν οὐρανό γιά νά καύσει τή θυσία. Ἀφοῦ γίνανε ὃλα στήν ἐντέλεια, ἧλθε ἡ ὣρα τῆς προσευχῆς. Ἀρχίσανε πρῶτα νά προσεύχονται οἱ ἱερεῖς τοῦ Βαάλ ἀπ᾿ τό πρωί ὣς τό δειλινό, σέ σημεῖο πού κτυπούσανε τά στήθη τους ἀπεγνωσμένα, ζητώντας νά πέσει ἡ φωτιά. Ὁ προφήτης Ἠλίας ὃμως τούς κορόϊδευε, λέγοντας πώς ὁ Θεός τους κοιμότανε. Σάν αὐτοί τελειώσανε ἂρχισε τή δική του προσευχή. Πῆρε 12 λίθους, πού συμβολίζανε ὃσες ἢτανε καί οἱ φυλές τοῦ Ἰσραήλ, κι ἒκτισε τό δικό του θυσιαστήριο. Ἒβαλε τό βόδι στό βωμό χύνοντας νερό τρεῖς φορές μέ τέσσερις κουβάδες. Οἱ τρεῖς φορές συμβολίζανε τήν Ἀγία Τριάδα κι οἱ τέσσερις κουβάδες τούς τέσσερις Εὐαγγελιστές. Ὁ προφήτης Ἠλίας προσευχήθηκε μέ πίστη, ἱκετεύοντας τόν Θεό τοῦ Ἀβρααμ, τοῦ Ἰσαάκ καί τοῦ Ἰακώβ νά στείλει φωτιά, δείχνοντας σημάδι τῆς ὀρθῆς πίστης. Πραγματικά ἒπεσε ἡ φωτιά πού περίμενε κι ἒκαυσε τή θυσία, γιά νά γνωρίσει ὁ ἰσραηλιτικός λαός ποιός ἧταν ὁ μόνος Ἀληθινός Θεός. Ὁ λαός τότε ἒσφαξε τούς ψευδοπροφῆτες ἱερεῖς πού προσκυνοῦσαν τά εἲδωλα κι ἐξαπατοῦσαν τό λαό. 


Ὁ Ἠλίας διαβεβαίωσε τόν Ἀχαάβ πώς σέ λίγο θά ἒλθει βροχή. Πραγματικά ἀνεβαίνοντας μέ τόν ὑπηρέτη του Ἰωνᾶ, πού ἧταν ὁ γιός τῆς χήρας πού ἀνέστησε, εἶδε πελώρια σύννεφα νά κυκλώνουν τήν περιοχή. Εἰδοποίησε τόν Ἀχαάβ μέ τόν ὑπηρέτη του νά ἐγκαταλείψει τά ἀνάκτορα, γιατί κινδύνευε ἀπ᾿ τή βροχή. Δέν πρόφθασε ὃμως να πάει στη Σαμάρεια, ἀλλά πῆγε κοντά στή βασίλισσα Ἰεζάβελ. 

Ὃταν ἒμαθε ἡ Ἰεζάβελ γιά τόν χαμό τῶν ἱερέων της, ἒστειλε τόν ὑπηρέτη της νά εἰδοποιήσει τόν Ἠλία, πώς τώρα πιά ἡ τιμωρία του ἢτανε μόνον ὁ θάνατος, γι᾿ αὐτό πού ἒκαμε. Ὁ Ἠλίας ἀφήνοντας τόν Ἰωνᾶ προχώρησε μόνος του στήν ἒρημο. Ἀποκαμωμένος κάθισε κάτω ἀπό ἓνα δένδρο καί ἀποκοιμήθηκε. Ξυπνώντας τον ὁ ἂγγελος, πού τοῦ ἒφερε ψωμί καί νερό, τοῦ ὑπέδειξε νά φάγει γιά νά μπορεῖ ν᾿ ἀντέξει στό μακρύ δρόμο πού εἷχε ἀκόμα νά διανύσει. Ἀφοῦ περπάτησε σαράντα ἡμερονύχτια χωρίς τροφή, ἒφτασε στό βουνό Χωρήβ, τοῦ ὂρους Σινᾶ, ὃπου ὁ Μωϋσῆς εἶδε τήν καιομένη βάτο. 

Ἐκεῖ ὁ Θεός τοῦ μίλησε ρωτῶντας τον γιατί ἧλθε καί τοῦ ἀπάντησε πώς οἱ Ἰσραηλίτες φόνευσαν τούς προφῆτες καί ζητοῦν τώρα κι αὐτόν νά ἐξοντώσουν. "Αὒριο - τοῦ εἷπε - θ᾿ ἀνέβεις στήν κορυφή τοῦ βουνοῦ, διότι σέ θέλει ὁ Θεός σου. Θά πνεύσει ἂνεμος, ἀλλά δέν θα εἶναι ἐκεῖ ὁ Κύριος σου· μετά θα γίνει σεισμός, ἀλλά δέν θα εἶναι οὒτε ἐκεῖ: τελικά θά ἐπικρατήσει λεπτή πνοή ἀνέμου κι ἐκεῖ θα εἶναι ὁ Κύριός σου". Μέ αὐτά πού τοῦ εἷπε, τοῦ προέλεγε πώς θά παρευρισκόταν ὁ προφήτης Ἠλίας στό ὂρος Θαβώρ, βλέποντας τήν Μεταμόρφωση τοῦ Κυρίου. Ὓστερα ἒδωσε ὁδηγίες στόν προφήτη νά πάει στή Δαμασκό γιά να χρίσει βασιλιά τῆς Συρίας τόν Ἀζαήλ καί βασιλιά τοῦ Ἰσραήλ τόν Ἰού, τόν δέ Ἐλισσαιέ (Ἐλισσαῖο) νά χρίσει προφήτη γιά νά τόν ἀντικαταστήσει. Ὁ Ἠλίας φεύγοντας συνάντησε τόν Ἐλισσαίε νά καλλιεργεῖ τό χωράφι του καί ρίχνοντάς του τή μηλωτή του (δερμάτινο σακάκι πού φοροῦσε πάντα ὁ προφήτης), ἐκεῖνος τόν ἀκολούθησε. 


Στή Σαμάρεια, κοντά στούς βασιλικούς κήπους, εἷχε τό ἀμπέλι του ὁ Ναβουθαί κι ὁ βασιλιάς ἐποφθαλμιώντας το τοῦ τό ζήτησε, ἀλλά αὐτός ἀρνήθηκε. Ὁ βασιλιάς ἀνέφερε τό ζήτημα αὐτό στήν Ἰεζάβελ. Ἡ βασίλισσα τότε ἒβαλε ψευδομάρτυρες, πού κατηγόρησαν τόν Ναβουθαί, πώς ὓβρισε τό Θεό καί τόν βασιλιά κι ἒτσι ὁ κακόμοιρος λιθοβολήθηκε καί τό κτῆμα περιῆλθε στήν κυριότητα τοῦ βασιλέως. Μιά μέρα πού πήγαινε ὁ Ἀχαάβ νά ἐπισκεφτεῖ τό ἀμπέλι του συνάντησε τόν Ἠλία, πού τοῦ εἷπε, πώς στό μέρος πού χύθηκε τό αἷμα τοῦ ἀθώου Ναβουθαί, θά χυθεῖ κι αὐτοῦ καί τῆς βασίλισσας. Ὁ Ἀχαάβ μετανόησε γιά τό ἒγκλημά του κι ὁ Θεός ἀνέβαλε τήν τιμωρία του. Μετά τόν Ἀχαάβ βασίλευσε ὁ γιός του Ὀχοζίας πού ἧταν ἀσεβής. Ἀφοῦ ἒπεσε ἀπό τόν ἐξώστη του καί πληγώθηκε, ζήτησε θεραπεία ἀπό μιά ἱέρεια τοῦ μαντείου Ἀκκαδῶν (πόλη τῆς Βαβυλωνίας) ὃπου λατρευόταν ὁ Βαάλ. 


Ὁ Ἠλίας πληροφόρησε τούς ἀνθρώπους τοῦ βασιλέως, πώς ὁ Ὀχοζίας θά πεθάνει. Σάν τό ἒμαθε ὁ βασιλιάς ἒστειλε δύο φορές δύο ἐκατόνταρχους γιά νά τόν συλλάβουν. Δύο φορές ἦλθε φωτιά ἀπό τόν οὐρανό καί τούς κατέκαυσε. Ὁ τρίτος ἐκατόνταρχος ἒπεισε τόν προφήτη νά δεῖ τόν βασιλιά. Τότε τόν ἐπισκέφθηκε κι ἀφοῦ τόν ἐπέπληξε γιά τήν ἀπιστία του, σέ λίγες μέρες ὁ Ὀχοζίας πέθανε, ὃπως πρόβλεψε ὁ Προφήτης. 


Ὁ Θεός ἀποφάσισε πιά νά πάρει κοντά του τόν Προφήτη. Ἒτσι ὃταν αὐτός ἒφτασε μέ τόν Ἐλισσαῖο κοντά στήν Ἱεριχώ, κτύπησε τά νερά τοῦ Ἰορδάνη καί περάσανε στήν ἂλλη μεριά. Ὁ Ἠλίας εἶπε τότε στόν Ἐλισσαῖο νά τοῦ ζητήσει ὃποια χάρη θέλει πρίν ἀναληφθεῖ στούς οὐρανούς. Ἐκεῖνος δέ ἐζήτησε τήν χάρη τοῦ Θεοῦ πού εἶχε ὁ Ἠλίας, διπλή γιά τόν ἑαυτό του, πράγμα πού ἒγινε. Σάν μιλούσανε ἓνα πύρινο ἃρμα παρέλαβε τόν Ἠλία στούς οὐρανούς, ἀφήνοντας τόν Ἐλισσαῖο νά κρατεῖ τή μηλωτή του. Γιά τόν προφήτη Ἠλία ἒχουμε μαρτυρίες ἀπ᾿ τον Προφήτη Μαλαχία (5ος π.Χ. αιώνας), πού ἀναφέρει πώς θά ᾿ρθει στή γή πρίν ἀπ᾿ τή Δευτέρα Παρουσία. Ἒχουμε ἀκόμη κι ἀπ᾿ τόν Ἰωάννη τόν Θεολόγο, τόν εὐαγγελιστή Λουκᾶ, καί τόν Ἰάκωβο Ἀδελφόθεο. Ἡ μνήμη του γιορτάζεται στίς 20 Ἰουλίου. 

ΔΙΑΝΕΜΕΤΑΙ ΔΩΡΕΑΝ ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ Η ΠΩΛΗΣΙΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Τα σχόλια σας θα πρέπει να αναφέρονται στη συγκεκριμένη ανάρτηση και να διατυπώνονται κόσμια ακόμα και αν διαφωνείτε.

Παρακαλούμε να χρησιμοποιείτε ελληνικούς χαρακτήρες.