Ετικέτες

20.11.14

Η ΘΕΩΡΙΑ ΤΗΣ ΕΞΕΛΙΞΕΩΣ ΑΠΟΤΕΛΕΙ ΠΙΣΤΗ – ΣΥΜΒΟΛΗ ΣΤΗΝ ΤΕΛΕΤΗ ΛΗΞΕΩΣ ΤΗΣ ΘΕΩΡΙΑΣ ΤΗΣ ΕΞΕΛΙΞΕΩΣ – Π. ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΩΣΤΩΦ, ΦΥΣΙΚΟΣ

14-1
ΣΥΜΒΟΛΗ ΣΤΗΝ ΤΕΛΕΤΗ ΛΗΞΕΩΣ

ΤΗΣ ΘΕΩΡΙΑΣ ΤΗΣ ΕΞΕΛΙΞΕΩΣ

ΕΚΔΟΣΙΣ ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗΣ ΔΙΑΚΟΝΙΑΣ
π. ΙΩΑΝΝΟΥ ΚΩΣΤΩΦ

ΦΥΣΙΚΟΥ


ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ζ’

Η ΘΕΩΡΙΑ ΤΗΣ ΕΞΕΛΙΞΕΩΣ ΑΠΟΤΕΛΕΙ ΠΙΣΤΗ

“Η εξέλιξη είναι ένα είδος δόγματος στο οποίο δεν πιστεύουν οι ιερείς του, 
το διατηρούν όμως για το ποίμνιο τους”
(Paul Lemoine)

 Σε πάρα πολλά σημεία τού παρόντος αναφερθήκαμε στο γεγονός ότι η θεωρία της εξελίξεως όχι μόνο δεν έχει αποδειχθεί, άλλα δεν είναι ούτε καν αποδείξιμη. Στο κεφάλαιο αυτό θα συνοψίσουμε κάπως τις σχετικές απόψεις μας, όπως θα παραθέσουμε και απόψεις των ίδιων των εξελικτικών οι οποίες τονίζουν το ίδιο ακριβώς πράγμα.
Λοιπόν: Οτιδήποτε έλαβε χώρα στο παρελθόν, δεν μπορεί να καταστεί αντικείμενο αποδείξεως από κάποιον ο οποίος είναι μεταγενέστερος από το γεγονός αυτό. Το μόνο το οποίο μπορεί να συμβεί καμμιά φορά είναι το εξής: να συνέβη κάτι στο παρελθόν το οποίο να παρατηρήθηκε και να καταγράφηκε τότε από κάποιον άνθρωπο και να  δ ι α π ι σ τ ω θ ε ί  σε κατοπινούς χρόνους ότι η καταγραφή αφορούσε ιστορικό γεγονός και όχι μύθο. Μπορεί π. χ. κάποιος συγγραφέας να αφηγείται με λεπτομέρειες μία μάχη, αναφέροντας τον τόπο συνάψεώς της, τον οπλισμό των στρατιωτών, το πλήθος τους κ.τ.ο. Όταν μετά από 500 χρόνια, οδηγούμενοι από την περιγραφή του, προβούμε σε ανασκαφές και διαπιστώσουμε ότι ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα όσα αναφέρει, τότε καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι πρόκειται για ιστορικό και όχι για μυθοποιό. Το βασικό όμως είναι ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση, υπήρξε κάποιος άνθρωπος ο οποίος κατέγραψε ή περιέγραψε. Στην περίπτωση όμως της θεωρίας της εξελίξεως, δεδομένου ότι οι εξελικτικοί πρεσβεύουν πώς ο άνθρωπος είναι ο τελευταίος κρίκος της αλυσίδας της ζωής με αφετηρία το πρώτο κύτταρο, δεν μπορεί να υπάρξει εκ των πραγμάτων1 κάποιος άνθρωπος ο οποίος να διαπίστωσε την πορεία της εξελίξεως, διότι τότε θα έπρεπε να είναι προγενέστερος από την αρχή του (!!!). Εδώ πλέον φθάνουμε στα όρια της επιστήμης και της λογικής, τα οποία βεβαίως δεν πρόκειται ποτέ να υπερπηδηθούν, διότι ο άνθρωπος δεν είναι δυνατόν να επιστρέψει στο παρελθόν. Στην περίπτωση όμως αυτή, δεν θα μπορέσει να υπάρξει ποτέ απόδειξη της θεωρίας της εξελίξεως, αφού θα απουσιάζει κατά τα στάδια της μεταβολής, εκείνος ακριβώς ο οποίος θα την διαπίστωνε – ο άνθρωπος δηλαδή!
Οι εξελικτικοί προσπαθούν να παρακάμψουν το ανυπέρβλητο αυτό εμπόδιο λέγοντας ότι τα αποδεικτικά στοιχεία της εξελίξεως βρίσκονται μέσα στα σπλάχνα της γης σαν απολιθώματα. Όμως εκτός από τις δυσκολίες στη χρονολόγηση των τελευταίων (κεφ. Α’) καθώς και στην ερμηνεία τους – κυρίως ως προς το σε ποιο είδος ανήκουν και τι μέλη των σκελετών είναι στην πραγματικότητα (κεφ. Β’)-παρουσιάζεται μια επιπλέον δυσκολία: Δεν είναι δυνατόν να αποδειχθεί η γενετική σχέση των ειδών στα οποία ανήκαν τα απολιθώματα. Δεν μπορεί δηλ. να αποδειχθεί ότι ένα συγκεκριμένο απολίθωμα υπήρξε π ρ ο γ ο ν ι κ ο2, και όχι απλώς προγενέστερο, τού άλλου. Δεν διαπιστούται εξάλλου ούτε βαθμιαία μεταβολή στα απολιθώματα. Αντίθετα, τα είδη εμφανίζονται απότομα και δίχως μεταβατικές μορφές, υπάρχουν δηλ. χάσματα, τα οποία δεν αποδεικνύεται ότι γεφυρώνονται ούτε με τις απότομες μεταβολές (μεταλλάξεις π.χ. – κεφ. Στ’). Έχουν διαπιστωθεί επίσης και είδη αμετάβλητα επί εκατομμύρια- κατά τους εξελικτικούς- έτη, χωρίς να αποκλείεται ότι θα ανευρεθούν στο μέλλον και άλλα (βλ. και πάλι κεφ. Στ’). Προφανώς βέβαια με τα είδη αυτά τραυματίζεται καίρια η περί μεταβολής των ειδών θέση των εξελικτικών. Θα πρέπει τέλος να σημειωθεί ότι, αν ήσαν αποδεδειγμένες οι θέσεις των εξελικτικών, θα έπρεπε να μην υπάρχουν καθόλου αντιφατικά συμπεράσματα βασιζόμενα στα απολιθώματα όσον αφορά τα γενεαλογικά δένδρα των διαφόρων ειδών. Κάτι τέτοιο όμως, όπως φάνηκε στο κεφ. Γ’, κάθε άλλο παρά αληθινό είναι. Ίσως στην παγκόσμια σχετική βιβλιογραφία τα προβαλλόμενα, αντιτιθέμενα κατ’ ανάγκην, γενεαλογικά δένδρα να υπολείπονται ελάχιστα από τον αριθμό των επιστημόνων οι οποίοι τα παρουσιάζουν !
Ούτε όμως και οι βιοχημικοί θα μπορέσουν ποτέ να αποδείξουν ότι έλαβε χώρα η εξέλιξη, εφόσον αυτή μεν αναφέρεται στο παρελθόν, ενώ οι σχετικές ομοιότητες διαπιστώνονται στα σημερινά είδη. Εξάλλου αυτές οι τελευταίες μπορούν κάλλιστα να ερμηνευθούν και με τη θεώρηση τού κοινού σχεδίου. Ο Σχεδιαστής δηλαδή και Δημιουργός των ειδών εδημιούργησε τα διάφορα είδη, ανεξάρτητα μεν το ένα προς το άλλο, με αρκετές ωστόσο ομοιότητες μεταξύ τους. Τι θα εμπόδιζε π. χ. το Δημιουργό τού ανθρώπου και τού χιμπατζή να τους δημιουργήσει όχι με σχέση προγόνου – απογόνου, αλλά ανεξάρτητα τον ένα από τον άλλο, με κοινό όμως το 98-99% τού γενετικού τους υλικού; Εξάλλου αν αποδεικνυόντουσαν και πάλι οι θέσεις των εξελικτικών που βασίζονται τώρα στη βιοχημεία, θα έπρεπε να μην εμφανίζονται καθόλου αντιφατικά συμπεράσματα όσον αφορά τις σχέσεις συγγενείας των ειδών. Αυτό όμως δεν ανταποκρίνεται, καθόλου στην πραγματικότητα, εφόσον διαπιστώθηκε ένα πλήθος από διαφωνίες κατά την εξέταση τού θέματος αυτού στο κεφ. Ε’. Υπάρχουν τέλος και οι διαφωνίες μεταξύ παλαιοντολογικής και βιοχημικής θεωρήσεως της εξελίξεως, ένα επιπλέον αποδεικτικό στοιχείο της θέσεως μας ότι οι εξελικτικές απόψεις δεν αποδεικνύονται.

Όσα αναφέραμε στην προηγούμενη παράγραφο σχετικά με την, χωρίς αποδεικτικά διαπιστευτήρια, επέκταση των συμπερασμάτων τού παρόντος και στο παρελθόν, ισχύουν και για όλες τις άλλες προσεγγίσεις όπως π. χ. την ηθολογία, την οικολογία ή τη γενετική των σημερινών ειδών. Όπως παραδέχεται και ο εξελικτικός Pilbeam, «αναφύονται σοβαρά προβλήματα όταν οι ανθρωπίδες τού παρελθόντος ερμηνεύονται με βάση τους ανθρωπίδες τού παρόντος. Οι πρώιμοι ανθρωπίδες ήσαν . . . έντονα διαφορετικοί από κάθε σημερινό οργανισμό. Σε αρκετές περιπτώσεις πάντως αυτές οι διαφορές αγνοήθηκαν» (Sa, Μρ ’84, 60• πρβλ και ΑΠ 216).

Στη συνέχεια θα αναφέρουμε ορισμένα από τα προβλήματα των προσεγγίσεων αυτών. Και αρχίζουμε με την ηθολογία. Οι εξελικτικοί όπως είναι γνωστό μελετούν τη συμπεριφορά των ανθρωποειδών πιθήκων και επεκτείνουν τα σχετικά συμπεράσματα και στους προγόνους τού ανθρώπου: «Ο άνθρωπος και οι ανθρωποειδείς ακολούθησαν δρόμους παράλληλους μεν, αλλά ανισόμακρους. Γι’ αυτό το λόγο η παραβολή των συμπεριφορών τους δεν στερείται εννοίας και βοηθάει, ως ένα σημείο, να καταλάβουμε το παρελθόν τού ανθρώπου» (Θ 169).
Μια τέτοια όμως τακτική εμπερικλείει κινδύνους, πράγμα το οποίο τονίζει και ο ίδιος ο εξελικτικός Γκρασσέ στη συνέχεια: «Δεν πρέπει όμως να την παρατραβάμε, γιατί υπάρχει ο φόβος να μας οδηγήσει σε σφάλματα, προπαντός όταν η σύγκριση αυτή αφορά τις ψυχικές ιδιότητες» (Θ 169).Και πιο συγκεκριμένα: «Μια σύγκριση για νάχει επιστημονική άξια πρέπει να αναφέρεται σε χαρακτήρες επακριβείς και εκφραζόμενους, αν γίνεται, με αριθμούς. Η σύγκριση, όμως, ανάμεσα στη συμπεριφορά των Πιθήκων και τού Ανθρώπου, όπως επιχειρήθηκε, δεν ανταποκρίνεται στις εύλογες αυτές απαιτήσεις. Η γνώση που διαθέτουμε για την ψυχολογία των Πιθήκων είναι ελλιπής και συχνά αβέβαιη. Βέβαια, τα στοιχεία αφθονούν, υπεραφθονούν μάλιστα, αλλά η ποιότητά τους είναι αμφίβολη. Και τούτο, γιατί η παρατήρηση των Πιθήκων δεν επιχειρείται πάντοτε με απροκατάληπτο πνεύμα. Ο πειραματιστής αντιπαραβάλλει τη θεωρία του με την πραγματικότητα, χωρίς να κάνει δίκαιη μοιρασιά ανάμεσα στις δύο. Ο ανθρωπομορφισμός, που είναι τόσο δύσκολο να τον αποφύγει κανείς, κάνει μεγάλη θραύση στη “φιλολογία” τη σχετική με τη βιολογία των Πιθήκων.
»Ο εθιμολόγος, πάρα πολύ συχνά, και εν αγνοία του, παρεμβαίνει στο πείραμα. Μ’ αυτό τον τρόπο, στη θέση τού φαινομένου που νομίζει πώς μελετάει, έχει δημιουργήσει ένα άλλο φαινόμενο.

«Τέλος, για να εκτιμήσουμε σωστά την αξία και τη σημασία των αντιδράσεων που εκδηλώνουν οι πίθηκοι στη μια ή την άλλη κατάσταση, των αποκρίσεων που δίνουν στο ένα ή το άλλο πρόβλημα, πρέπει να γνωρίζουμε το παρελθόν κάθε πειραματόζωου.

»Η αιχμαλωσία, το εμπόριο που κάνουν οι άνθρωποι, η απομόνωση ή η συμβίωση ασκούν στη συμπεριφορά των πιθήκων επίδραση που είναι δύσκολο να την αντιληφθούμε και να τη μετρήσουμε.
»Από τη στιγμή που ένας πίθηκος είτε αιχμάλωτος είτε σε περιορισμένη ελευθερία ζει σ’ επαφή με τον άνθρωπο και τον βλέπει να ενεργεί, μαθαίνει ένα σωρό πράγματα. Τα άτομα πάνω στα οποία πειραματίζονται οι ζωοψυχολόγοι δεν έχουν την αρχική τους απλότητα. Είναι βαθύταταεπηρεασμένα απ’ όσα έχουν δει, απ’ όσα έχουν μάθει εν αγνοία τού “εξεταστή” τους. Αν δεν πάρουμε υπόψη μας αυτό το στοιχείο κατά την ερμηνεία των πειραματικών αποτελεσμάτων, είναι σαν να πάμε γυρεύοντας να κάνουμε λάθος.

»Το ιδεώδες θα ήταν να γνωρίζουμε εξακριβωμένα τις νόρμες συμπεριφοράς και της ατομικής και της κοινωνικής που εκδηλώνουν τα διάφορα είδη στο φυσικό τους περιβάλλον. Απέχουμε πολύ ακόμα από κάτι τέτοιο. Ωστόσο, εδώ και μια δεκαετία διεξάγονται παρατηρήσεις, ακόμα και πειράματα σε πληθυσμούς ελεύθερους και άγριους. Έχουν καλυτερεύσει πολύ απ’ αυτό οι γνώσεις μας για τα Πρωτεύοντα. Μα μένει να ανακαλυφθούν και να κατανοηθούν ένα σωρό στοιχεία συμπεριφοράς και είναι πάμπολλα τα εργαστηριακά πειράματα που καταρρίπτονται από τους μύδρους των επικρίσεων οι οποίες διατυπώνονται πιο πάνω!» (Θ 184).
Οι μύδροι όμως των επικρίσεων που διατυπώθηκαν παραπάνω, συμπληρώνουμε εμείς, καταρρίπτουν και τα συμπεράσματα που βασίζονται στη μελέτη «των διαφόρων ειδών στο φυσικό τους περιβάλλον». Και στους ελεύθερους πληθυσμούς δηλ. ο μελετητής «αντιπαραβάλλει τη θεωρία του με την πραγματικότητα, χωρίς να κάνει δίκαιη μοιρασιά ανάμεσα στις δύο». Ο ανθρωπομορφισμός επίσης «κάνει μεγάλη θραύση και στη “φιλολογία” τη σχετική με τη βιολογία» των ελευθέρων πιθήκων. Δεν μπορεί τέλος να αποδειχθεί ότι δεν υπέστη ποτέ κατά το παρελθόν επίδραση, είτε από επιστήμονες είτε από γειτονικές προς αυτόν φυλές, ένας μελετώμενος ελεύθερος πληθυσμός πιθήκων. Ακόμα όμως κι αν δεχθούμε ότι• θα μπορέσει να επιτευχθεί στο μέλλον η μελέτη της συμπεριφοράς αποδεδειγμένα ανεπηρέαστων από ανθρώπους πληθυσμών πιθήκων, ακόμα και τότε δεν μπορεί να αποδειχθεί ότι η εν λόγω μελέτη παρέχει στοιχεία που «βοηθούν να καταλάβουμε το παρελθόν του άνθρωπου»• η οποιαδήποτε ομοιότητα των δύο αυτών ομάδων εξηγείται άριστα και με τη θεώρηση ενός Σχεδιαστή ο οποίος τις εδημιούργησε έτσι ώστε να εμφανίζουν και κοινή συμπεριφορά.
Στη συνέχεια θα παραθέσουμε ορισμένες οικολογικές απόψεις για την προέλευση των ανθρωπιδών. Όπως αναφέρουν οι τρεις καθηγητές της Βritannica:

«Βασισμένη σε σπάνια ευρήματα, η οικολογική αντιμετώπιση της προελεύσεως των Ανθρωπιδών είναι γεμάτη από συγκεχυμένες και αντιφατικές απόψεις. Από τα σύγχρονα Πρωτεύοντα, κανένα δεν φαίνεται να αποτελεί κατάλληλο πρότυπο για την αναπαράσταση της οικολογικής καταστάσεως του άμεσου προγόνου των Ανθρωπιδών. Μια δεδομένη άποψη είναι ότι το μεταβατικό στάδιο ανάμεσα στους Προανθρωπίδες και τους Ανθρωπίδες απετέλεσε μια ενδιάμεση δενδρόβια μορφή των Hominoidea με βραχιόνωση (Από την ίδια αυτή μορφή πιστεύεται ότι προήλθαν και οι σύγχρονοι ανθρωποειδείς πίθηκοι). Άλλη άποψη είναι ότι οι πρόγονοι των Ανθρωπιδών ήταν εδαφόβιοι, με κοινωνική ζωή οργανωμένη σε αρκετά υψηλό βαθμό, περίπου όπως στους σύγχρονους μπαμπουίνους. Άλλοι πάλι πιστεύουν ότι η προανθρωπιδική μορφή ήταν δενδρόβια, κρατιόταν κρεμασμένη από τις άκρες των κλαδιών ψηλών δέντρων του δάσους και τρεφόταν από τα φύλλα τους. Τέλος προτάθηκε και μια τέταρτη εκδοχή: ότι πριν από τους Ανθρωπίδες υπήρξε μία ημιεδαφόβια, ημιβραχιονωτή μορφή. Αύτη η άποψη, παρ’ ότι προσωρινά δημοφιλής, βασίζεται σε υποθέσεις αμφίβολης ορθότητας.

»Πώς όμως μπορεί κανείς να αποφασίσει για την ορθότητα μιας από τις παραπάνω απόψεις; Κάθε μια από αυτές προϋποθέτει ένα ειδικό φυσικό περιβάλλον και ένα συγκεκριμένο οικοσύστημα. Τα ανατομικά δεδομένα (που αποτελούν τις πιο βάσιμες ενδείξεις) σύμφωνα με ορισμένους ερευνητές υποδηλώνουν ότι η διάταξη των οστών και των μυών στους ώμους τού γένους Homo είναι η σχετικά πρόσφατη απόληξη μιας προγονικής σειράς που τη χαρακτήριζε η βραχιόνωση. Άλλοι, εξίσου αξιόπιστοι ειδικοί, προτιμούν την εξήγηση ότι το μεγαλύτερο μέρος αυτής της ανατομικής διατάξεως προέρχεται μάλλον από τη βασική δομή του όρθιου κορμού όλων των Πρωτευόντων, παρά από ανατομική κατασκευή ειδικά προσαρμοσμένη στη βραχιόνωση. Το ανθρώπινο χέρι μοιάζει με το χέρι των εδαφόβιων Πρωτευόντων, και αρκετοί θεωρούν αυτό το γεγονός ως ένδειξη ενισχυτική της απόψεως ότι ο άμεσος πρόγονος των Ανθρωπιδών πρέπει να ήταν εδαφόβιος. Άλλοι πάλι επισημαίνουν τις εντυπωσιακές ομοιότητες ανάμεσα στο χέρι τού ανθρώπου και του γίββωνα, που είναι ζώο με σαφή βραχιόνωση. Η αντίληψη ότι οι πρόγονοι των Ανθρωπιδών διαβιούσαν πάνω σε μικρά κλαδιά δέντρων στηρίζεται στη μελέτη εξειδικευμένων σύγχρονων Πρωτευόντων. Τα ελάχιστα οστά των απολιθωμάτων από το Κατώτερο Μειόκαινο αποδίδονταν παλαιότερα σε Πρωτεύοντα με βριαχιόνωση. Όμως αυτή η άποψη είναι αβάσιμη, αφού όλα τα γνωστά μειοκαινικά Hominoidea ήταν τετράποδα και δεν είχαν βραχιόνωση όπως οι σύγχρονοι γίββωνες. Άρα ο δομικός ή ο οικολογικός προγονικός τύπος των Ανθρωπιδών δεν μπορεί να ήταν δενδρόβιος με βραχιόνωση.
»Τα αδρανή απολιθώματα δεν προσφέρουν άμεσες ενδείξεις για τον καθορισμό των προσαρμογών που διαμόρφωσαν τη συμπεριφορά και τη δομή των προανθρωπιδών και των πρώτων Ανθρωπιδών» (Π 9, 235). Νομίζουμε ότι δεν χρειάζεται να τονίσουμε το αναπόδεικτο των θέσεων των «αξιόπιστων ειδικών», οι οποίοι φθάνουν να προτείνουν τέσσερεις αντιτιθέμενες απόψεις σχετικά με την οικολογική προσέγγιση της προελεύσεως των Ανθρωπιδών, διαφωνώντας τόσο στην επιλογή των ανατομικών ομοιοτήτων συγχρόνων ειδών όσο και στην ερμηνεία των απολιθωμένων οστών, οι οποίες βεβαίως ενέργειες έχουν προφανώς εντελώς υποκειμενικό χρώμα.
Ούτε τέλος η γενετική παρέχει αποδεικτικό στήριγμα στη θεωρία της εξελίξεως, διότι οτιδήποτε διαπιστώνεται στο πεδίο αυτό αφορά το σήμερα και μόνο με μετάθεση στο παρελθόν, με ενέργεια δηλ. η οποία εντάσσεται σε πλαίσια πίστεως, μπορεί να εφαρμοσθεί και στα είδη τα οποία άφησαν απολιθώματα. Η γενετική αφορά ζωντανούς οργανισμούς, γι’ αυτό και δεν θα μπορέσει να αποδείξει ποτέ τίποτα σ’ ότι αφορά τις σχέσεις συγγενείας των ειδών που έζησαν κατά το παρελθόν, δεδομένης ταυτόχρονα και της ανυπέρβλητης αδυναμίας τού ανθρώπου να ζήσει στο παρελθόν και να είναι συνεπώς αυτόπτης μάρτυρας των όσων διαβεβαιώνει. Εξάλλου η μελέτη τού πολλαπλασιασμού των ειδών έχει δείξει ότι δεν έχουν υπερπηδηθεί ποτέ τα όρια τού είδους. Όπως αναφέρει πολύ σωστά ο Βελικόφσκυ: «Στην εκλεκτική αναπαραγωγή, ο αναπαραγωγός δημιουργεί συνθήκες που δεν υπάρχουν στη φύση. Και οι νέες ράτσες ή ποικιλίες ζώων που δημιουργούνται με την επιλογή και την απομόνωση επιστρέφουν στις προγονικές μορφές τους μόλις αφεθούν ελεύθερες στη φύση. . . Παρ’ όλες τους τις προσπάθειες, οι αναπαραγωγοί δεν κατάφεραν να δρασκελίσουν τα αληθινά σύνορα ενός είδους. Τότε, πώς μπορεί να δημιουργηθεί ένα νέο είδος με τυχαίες αλλοιώσεις και διασταυρώσεις στη φύση;» (ΗΓ 277).
Εδώ είναι αναγκαίο να γίνει η εξής διευκρίνηση: Πολλές φορές θριαμβολογούν οι εξελικτικοί αναφέροντας τον σχηματισμό νέων ειδών κατά τη διεξαγωγή των πειραμάτων τους. Το ζήτημα όμως δεν είναι αυτό. Όταν μιλούμε για την εξέλιξη, δεν εξετάζουμε αν μπορούν να γίνουν αλλαγές στα είδη, αλλά αν έγιναν κατά το παρελθόν και μάλιστα χωρίς την παρέμβαση τού ανθρώπου. Ο άνθρωπος, θεωρητικά τουλάχιστον, μπορεί να επιτύχει αλλαγές στα είδη, είτε με κατάλληλες διασταυρώσεις είτε έμμεσα (με πυρηνικές εκρήξεις π. χ. ). Ότι επιτυγχάνει όμως ο άνθρωπος, δεν σημαίνει ότι το κατορθώνει και η φύση. Ο άνθρωπος σε πολλές περιπτώσεις υπερβαίνει και μεταμορφώνει τη φύση. Η φύση όμως από μόνη της δεν μπορεί να επιτύχει τις ανθρώπινες δραστηριότητες.
Και για να παραδώσουμε λίγο τη γραφίδα στον Ι. Σκαλτσούνη: «Πολλές φορές ο άνθρωπος εφαρμόζοντας τα μέσα που επινόησε ο ίδιος και ακολουθώντας μεθόδους τις οποίες εδημιούργησε βάσει της πείρας ή της επιστημονικής θεωρίας, παράγει με την κατεύθυνση που δίδει ο ίδιος στους φυσικούς νόμους αποτελέσματα τα οποία η φύση δεν παρήγαγε ποτέ αυτομάτως. Όταν βρεθούμε μπροστά σ’ ένα πανάρχαιο ναό ή οβελίσκο ή άλλο μνημείο, τού οποίου αγνοούμε την ιστορία και το χρόνο ανεγέρσεως, ανακαλύπτουμε σ’ αυτό, το έργο τού μυαλού και τού χεριού τού ανθρώπου. Αν κάποιος μας πει ότι και η φύση, κατά το διάστημα πολλών αιώνων και με τη βαθμιαία προσθήκη και συνένωση των ατόμων της ύλης, θα μπορούσε να κατασκευάσει το μνημείο ή τον οβελίσκο. . . θα απορρίπταμε [την υπόθεση αυτή] λέγοντας ότι έχουμε παρατηρήσει μεν τον άνθρωπο να ανεγείρει κτίρια και μνημεία, αλλά δεν είδαμε ποτέ τη φύση να ενεργεί και να παράγει με τον ίδιο τρόπο. Ότι ο άνθρωπος με τα τεχνητά μέσα και με τη διαλογή των ποικιλιών πετυχαίνει την αλλαγή της μορφής και των ιδιοτήτων των ζώων, αυτό είναι βέβαιο και αναμφισβήτητο, αλλά έπραξε άραγε αυτό το πράγμα και η φύση με τη φυσική διαλογή έτσι ώστε από ένα ζωικό είδος να παραχθεί. . . άλλο; Αυτό είναι κάτι που δεν το είδαμε ποτέ, οι δε δαρβινιστές δεν είναι σε θέση να υποδείξουν ούτε ένα γεγονός το οποίο να μαρτυρεί ότι η φ ύ σ η προέβη σε μια τέτοια αλλαγή με τη φυσική επιλογή, όπως ο άνθρωπος προβαίνει με την τεχνητή. Η υπόθεση άρα, η οποία στηρίζεται στην ανθρώπινη δραστηριότητα, λόγω ελλείψεως κάποιου θετικού γεγονότος που να μαρτυρεί την ίδια κατεύθυνση των δυνάμεων της φύσεως από την ίδια, δεν έχει καμμία λογική βάση. Και δεν αρκεί αυτό. Επειδή η υπόθεση του Δαρβίνου θεμελιώνεται πάνω σε συλλογισμό που απορρέει εξ αναλογίας από γεγονός της ανθρώπινης δραστηριότητας, η αναλογία αυτή πρέπει να περιορισθεί μέσα στα όρια του γεγονότος, το οποίο αποτέλεσε τη βάση. . . της υποθέσεως. Τώρα, είναι μεν βέβαιο ότι ο άνθρωπος κατορθώνει με τεχνητά μέσα να μεταβάλλει τις ιδιότητες των ατόμων του ίδιου είδους και να σχηματίσει πολυάριθμες ποικιλίες, αλλά δεν κατόρθωσε ποτέ να μεταμορφώσει τα είδη και να δημιουργήσει πουλιά από ψάρια, πρόβατα από βόδια, ή λαγούς από σκύλους. Σύμφωνα όμως με τη δαρβινική υπόθεση, από τη φυσική επιλογή δεν δημιουργήθηκαν απλώς ποικιλίες, αλλά και όλα τα είδη επήγασαν από. . . ένα αρχέτυπο» (Σκ 145).
Στο σημείο αυτό, εξ αφορμής της τελευταίας θέσεως τού Σκαλτσούνη – σημειωτέον ότι τα παραπάνω εγράφησαν τον περασμένο αιώνα-, ας αναφέρουμε και τα εξής: Οι εξελικτικοί (σκοπίμως άραγε;) συντηρούν μια ασάφεια γύρω από την έννοια «είδος» συμπεριλαμβάνοντας πολλές φορές σ’ αυτό και τις ποικιλίες. Μιλάνε π. χ. για τα είδη Drosophila Miranda, Drosophila pseudoobscura, κλπ. Ακόμα όμως κι αν δεχθούμε ότι όλες αυτές οι ποικιλίες είναι είδη, και πάλι δεν νομίζουμε ότι οι πειραματισμοί τού ανθρώπου πέτυχαν να μεταμορφώσουν το ένα «είδος» απ’ αυτά στο άλλο, την D. miranda π. χ. σε D. pseudoobscura . Πολύ περισσότερο δεν επιτεύχθηκε η μεταμόρφωση της Drosophila σε αναμφισβήτητα άλλο είδος, σε ψύλλο λόγου χάρη ή μέλισσα. Ακόμα και η περίφημη περίπτωση της Raphanobrassica τού Karpechenko, υβριδίου μεταξύ ραπανιού και λάχανου – αν βέβαια δεν πρόκειται για απάτη-, δεν αποτελεί αποδεικτικό στοιχείο υπέρ της εξελίξεως, υπέρ του ότι δηλ. έλαβε χώρα η εξέλιξη . (Θα) αποτελεί απλώς αποδεικτικό στοιχείο τού γεγονότος ότι ο άνθρωπος μπορεί να επεμβαίνει στο φυτικό ή ζωικό βασίλειο και να τροποποιεί τα υπάρχοντα είδη, πράγμα το οποίο θα ισχύει προφανώς και σε περίπτωση αλλαγής της Drosophila.
1 Πρβλ. τη θέση τού R. Lewontin: «Δεν μπορείς να ισχυρισθείς ότι έχεις διαπιστώσει τη γένεση των θηλαστικών από τα μη-θηλαστικά. Δεν ήσουν παρών» (Δλ, τεύχ. 52, 70). Αυτό βέβαια ισχύει για όλη τη βιόσφαιρα, προφανώς.
2. Πρβλ. όσα ωραιότατα λέει ο εξελικτικός R. Lewontin σε συνέντευξη του στον TOM BETCHEL τού Περιοδικού Harper’s: «Τράβηξε ένα αντίτυπο τού βιβλίου του, Ανθρώπινη Ποικιλομορφία, τού 1982, λέγοντας: “Κοιτάξτε, το λέω απερίφραστα στο βιβλίο αυτό, ότι δεν γνωρίζουμε τίποτα για την καταγωγή τού ανθρώπου”. Πραγματικά, στην σελίδα 163 τού βιβλίου γράφει: «Παρά τις ενθουσιώδεις και αισιόδοξες εκρήξεις μερικών παλαιοντολόγων, πρέπει να ομολογηθεί ότι κανένα απολίθωμα ανθρωποειδούς δεν μπορεί να θεωρηθεί ως κατ’ ευθείαν πρόγονος τού ανθρώπου. . . ” Σηκώθηκε μετά από την καρέκλα του και με κιμωλία στο χέρι άρχισε να γράφει πράγματα πάνω στον μαυροπίνακα. “Εδώ έχεις τον Χόμο Σάπιενς, εκεί έχεις ένα άλλο απολίθωμα και εκεί ένα άλλο. Μεταξύ τους υπάρχουν χρονικά χάσματα. Το πώς θα γεφυρώσεις τα χάσματα αυτά είναι υπόθεση δική σου. Η φύση δεν σου προσφέρει γέφυρες. Δεν νομίζω ότι κάποιο από τα απολιθώματα αυτά όντως είναι ο άμεσος πρόγονος τού ανθρώπου. Αλλά και αν ήταν, πώς θα το γνώριζες; Ο μόνος τρόπος με τον οποίο θα μπορούσες να σιγουρευτείς ότι κάποιο απολίθωμα είναι άμεσος πρόγονος τού ανθρώπου, θα ήταν να εμφανίζει το απολίθωμα αυτό τόσα [δηλ. τόσο λίγα] ανθρώπινα χαρακτηριστικά, ώστε να μη μπορείς να τα κατατάξεις στην κατηγορία τού Χόμο Σάπιενς. Υπάρχει εδώ όμως ένα ενδιαφέρον στοιχείο, που δεν έχει προσεχθεί αρκετά, κατά την γνώμη μου: Αν το απολίθωμα που βρίσκεις διαφέρει αισθητά από τον άνθρωπο, το βρίσκεις αρκετά ενδιαφέρον για να το μελετήσεις, μη μπορώντας όμως και να είναι σίγουρος ότι πρόκειται όντως για τον πρόγονο τού ανθρώπου. Αν πάλι το απολίθωμα δεν διαφέρει αισθητά από τον άνθρωπο, τότε απλούστατα δεν το μελετάς. Πάλι, δεν βρίσκεις τον πρόγονό σου”» (βλ, τεύχ. 52, 71).
Πηγή:
Ιωάννης Κωστώφ, Φυσικός
Συμβολή στην Τελετή Λήξεως της Θεωρίας της Εξελίξεως
εκδ. Αποστολική Διακονία
Αθήνα 1985
TRUTH TARGET – Π. ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΩΣΤΩΦ, ΦΥΣΙΚΟΣ, τηλ. 2108220542
&
ΑΝΤΙΑΙΡΕΤΙΚΟΝ ΕΓΚΟΛΠΙΟΝ



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Τα σχόλια σας θα πρέπει να αναφέρονται στη συγκεκριμένη ανάρτηση και να διατυπώνονται κόσμια ακόμα και αν διαφωνείτε.

Παρακαλούμε να χρησιμοποιείτε ελληνικούς χαρακτήρες.